πετσί

πετσί
το / πετζίν, ΝΜ
1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα
2. κατεργασμένο δέρμα ζώου
νεοελλ.
φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» — είναι πάρα πολύ αδύνατος
β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» — έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα
γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» — ένιωσα μεγάλο φόβο ή έκπληξη
δ) «τού τίναξαν το πετσί» — τόν έδειραν αλύπητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι υποκορ. τού ιταλ. pezzo, ενώ κατ' άλλη άποψη προέρχεται από τ. *πεσκ-ίον, υποκορ. τού πέσκος «φλούδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετσί — το (από λ. ιταλ.) 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, τομάρι: Σηκώθηκε το πετσί μου από το κρύο. 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου: Παπούτσια από καλό πετσί. 3. σάρκα, ψαχνό: Έτσι είπαν κι όλοι στο πετσί σημάδεψαν και ρίχνουν τα χάλκινα κοντάρια τους (Οδύσεια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετσιάζω — Ν [πετσί] 1. καθιστώ κάτι σκληρό σαν πετσί 2. γίνομαι σκληρός σαν πετσί 3. καλύπτεται η επιφάνειά μου από κρούστα …   Dictionary of Greek

  • αγναφόπετσο — και πέτσι, το το ατελώς κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγναφος + πετσί] …   Dictionary of Greek

  • πέτσινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από πετσί, δερμάτινος («πέτσινα γάντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • πετσοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί 2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα 3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • πετσοκόμματο — το, Ν κομμάτι από πετσί, από δέρμα ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κομμάτι] …   Dictionary of Greek

  • αδρόπετσος — η, ο 1. αυτός που έχει σκληρή, τραχιά επιδερμίδα, ο χοντρόπετσος 2. ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + πετσί. ΠΑΡ. αδροπετσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλογοπέτσι — και αλογόπετσο, το δέρμα αλόγου, αλογοτόμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + πετσί] …   Dictionary of Greek

  • αυτόκωλος — αὐτόκωλος, ον (Α) [κώλον] (για πρόσωπα) υπερβολικά αδύνατος, πετσί και κόκαλο …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”